- βδέλλα
- βδέλλᾱ , βδέλλαleechfem nom/voc/acc dualβδέλλᾱ , βδέλλαleechfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βδέλλα — (hirudo). Δακτυλιοσκώληκας της τάξης των γναθοβδελλομόρφων, γνωστός και ως β. η ιατρική. Ζει κυρίως στα στάσιμα γλυκά νερά και είναι το τυπικό παράδειγμα του παρασιτικού απομυζητικού οργανισμού. Το πρασινωπό σώμα της είναι κυλινδρικό, μαλακό,… … Dictionary of Greek
βδέλλα — η 1. υδρόβιο σκουλήκι των γλυκών νερών που πίνει αίμα και το χρησιμοποιούσαν παλιά για τοπικές αφαιμάξεις. 2. μτφ., ο άνθρωπος που προσκολλάται σε κάποιον για να αποκομίσει κέρδος, ο ενοχλητικός, το τσιμπούρι: Κόλλησε στην παρέα μας σαν βδέλλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βδέλλας — βδέλλᾱς , βδέλλα leech fem acc pl βδέλλᾱς , βδέλλα leech fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βδέλλαι — βδέλλα leech fem nom/voc pl βδέλλᾱͅ , βδέλλα leech fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βδέλλαν — βδέλλᾱν , βδέλλα leech fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βδελλέων — βδέλλα leech fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βδελλῶν — βδέλλα leech fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βδέλλαις — βδέλλα leech fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βδέλλης — βδέλλα leech fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βδέλλῃ — βδέλλα leech fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)